- δερματομυκητίαση
- Κάθε δερματική μυκητιασική λοίμωξη. Συνήθως προσβάλλει υγρά σημεία που καλύπτονται από ρούχα, όπως είναι ο βουβώνας.
* * *ηπαρασιτική νόσος τού δέρματος που οφείλεται σε μύκητες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματομυκητίαση — η ασθένεια του δέρματος που προκαλείται από τους μύκητες δερματόφυτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερματοφυτία — η η δερματομυκητίαση … Dictionary of Greek
μικροσπορία — η ιατρ. επιφανειακή δερματομυκητίαση τού τριχωτού τής κεφαλής ή τού σώματος, που οφείλεται σε διάφορα είδη τού μύκητα μικρόσπορου, παρασίτου τού ανθρώπου και τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. microsporia (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
χαλαρίαση — η, Ν ιατρ. σπάνια δερματομυκητίαση που προκαλείται στον οργανισμό από τον μύκητα Chalara pyogenes. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρός + κατάλ. ίαση*] … Dictionary of Greek